έμμηνος

έμμηνος
ος , ον месячный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "έμμηνος" в других словарях:

  • ἔμμηνος — lasting a month masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έμμηνος — η, ο (AM ἔμμηνος, ον) 1. αυτός που γίνεται κάθε μήνα ή μέσα στη χρονική περίοδο τού μηνός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα έμμηνα α) η εμμηνορρυσία β) οι ουσίες που αποβάλλονται κατά την εμμηνορρυσία αρχ. 1. φρ. α) «ἔμμηνοι δίκαι» δίκες για τις… …   Dictionary of Greek

  • ἔμμηνον — ἔμμηνος lasting a month masc/fem acc sg ἔμμηνος lasting a month neut nom/voc/acc sg ἐμμαίνομαι to be mad at aor imperat act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμμήνοις — ἔμμηνος lasting a month masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμμήνου — ἔμμηνος lasting a month masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμμήνους — ἔμμηνος lasting a month masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμμήνων — ἔμμηνος lasting a month masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔμμηνα — ἔμμηνος lasting a month neut nom/voc/acc pl ἐμμαίνομαι to be mad at aor ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔμμηνοι — ἔμμηνος lasting a month masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔμμην' — ἔμμηνα , ἔμμηνος lasting a month neut nom/voc/acc pl ἔμμηνε , ἔμμηνος lasting a month masc/fem voc sg ἔμμηναι , ἐμμαίνομαι to be mad at aor imperat mid 2nd sg ἔμμηνα , ἐμμαίνομαι to be mad at aor ind act 1st sg (homeric ionic) ἔμμηνε , ἐμμαίνομαι …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έμμηνα — τα βλ. έμμηνος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»